σωσίοικος

σωσίοικος
σωσίοικος
saving the house
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • σωσίοικος — ον, Α σωτήρας τών οίκων, αυτός που σώζει τα σπιτικά. [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. του τύπου τερψίμβροτος* < σῴζω* + οἶκος (πρβλ. ἐγρεσίοικος, ὠλεσί οικος)] …   Dictionary of Greek

  • σωσίοικον — σωσίοικος saving the house masc/fem acc sg σωσίοικος saving the house neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οίκος — ο (ΑΜ οἶκος) 1. οικία, σπίτι (α. «έγινε κατ οίκον έρευνα» έγινε στο σπίτι κάποιου έρευνα από αστυνομικές αρχές β. «ἐγερθεὶς ἆρόν σου τὴν κλίνην καὶ ὕπαγε εἰς τὸν οἶκόν σου», ΚΔ) 2. γένος, γενιά, οικογένεια (α. «ο οίκος τών Κομνηνών» β.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”